ισόπαλος

ισόπαλος
η , ο [ος , ον ]
1) равносильный; равный; 2), ничейный;

ισόπαλ αγώνας — борьба, окончившаяся вничью; — ничейная партия; — ничейный матч;

ήρθαν ισόπαλοι — они сыграли вничью; — их борьба закончилась вничью


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ισόπαλος" в других словарях:

  • ἰσόπαλος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισόπαλος — η, ο (Α ισόπαλος, ον) ίσος με άλλον στην πάλη ή σε άλλο αγώνισμα νεοελλ. ισάξιος με άλλον, ισοδύναμος, εφάμιλλος. επίρρ... ισοπάλως και ισόπαλα (Α ἰσοπάλως) με ισοπαλία, με ίση επίδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παλος (< πάλη), πρβλ. αντί παλος …   Dictionary of Greek

  • ισόπαλος, -η — ο επίρρ. α 1. ισοδύναμος: Ισόπαλοι αθλητές. 2. εκείνος που δε νίκησε τον αντίπαλό του αλλά ούτε και νικήθηκε: Οι ομάδες σ αυτόν τον αγώνα αναδείχτηκαν ισόπαλες. – Ισόπαλο αποτέλεσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσοπάλως — ἰσόπαλος adverbial ἰσόπαλος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόπαλον — ἰσόπαλος masc/fem acc sg ἰσόπαλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπάλοις — ἰσόπαλος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπάλους — ἰσόπαλος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοπάλῳ — ἰσόπαλος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόπαλοι — ἰσόπαλος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοπαλώ — ἰσοπαλῶ, έω (Μ) [ισόπαλος] είμαι ισόπαλος με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αντίπαλος — η, ο (AM ἀντίπαλος, ον) [αντι + παλος < πάλη] 1. αυτός που παλεύει, αγωνίζεται εναντίον κάποιου 2. εκείνος που συναγωνίζεται, αμιλλάται με κάποιον 3. ως ουσ. α) ο ανταγωνιστής 6) ο εχθρός αρχ. 1. ο ισόπαλος, ο σχεδόν ίσος στη δύναμη 2. ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»